τσαπούτι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑απ͑ούτι
[tʃaˈpʰuti]
Σινασσ., Φάρασ.
τσαπούτσ̑ι
[tsaˈputʃi]
Σίλ.
τσαπούτσ'
[tsaˈputs]
Τελμ.
Από το τουρκ. (< περσ.) διαλεκτ. ουσ. çaput = α) κουρέλι β) χονδρό ύφασμα (Eren 1999, λ. çaput).