ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαπούτι (ουσ. ουδ.) τσ̑απ͑ούτι [tʃaˈpʰuti] Σινασσ., Φάρασ. τσαπούτσ̑ι [tsaˈputʃi] Σίλ. τσαπούτσ' [tsaˈputs] Τελμ. Από το τουρκ. (< περσ.) διαλεκτ. ουσ. çaput = α) κουρέλι β) χονδρό ύφασμα (Eren 1999, λ. çaput).
Κομμάτι πανιού, κουρέλι ό.π.τ. Συνών. μιτίλι :3, παρτάλι, τσόλι
Τροποποιήθηκε: 08/05/2025