θελύκι
(ουσ. ουδ.)
θελύκι
[θeˈlici]
Σινασσ.
θελύτσ̑ι
[θeˈlitʃi]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. θηλύκιον < θηλυκός. Η τροπή [i] > [e] λόγω του παρακείμενου υγρού [l].
Θηλύκι, κουμπότρυπα
Συνών.
θηλειά