ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

θαυματίζω (ρ.) θαγματίζω [θaɣmaˈtizo] Τελμ. Από αμάρτ. μεταγν. ρ. *θαυματίζω, πβ. Ἡσύχ. Θ 148: «θαυματίζομαι· εκπλήττομαι».
Απορώ, εκπλήσσομαι : Όταν ήρθαμε εδώ θαγματίζαμ’ όταν βλέπισκαμ' πώς παίρναν τον πεθαμένο (Όταν ήρθαμε εδώ απορούσαμε όταν βλέπαμε πώς έπαιρναν τον πεθαμένο, ενν. στην κηδεία) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ.