θαμνόκκο
(ουσ. ουδ.)
θαμνόκκου
[θaˈmnoku]
Φάρασ.
Από το ουσ. θαμνί και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Μικρή βελανιδιά
Πβ.
θαμνί :2
Τροποποιήθηκε: 04/08/2025