ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

θάλασσα (ουσ. θηλ.) θάλασσα [ˈθalasa] Ανακ., Σίλατ., Φλογ. τάλασσα [ˈtalasa] Αραβ. χιάλασσα [ˈcalasa] Αξ. Αρχ. ουσ. θάλασσα . Ο τύπ. χιάλασσα λόγω συνήθους τροπής του [θ] > /x/ (πβ. Ανδριώτης 1848: 29) αλλά και λόγω της ανάπτ. ενός [i] μετά το τονισμένο [a] (πβ. Ανδριώτης 1848: 19) και της μετάθεσής τους (θάλασσα > *χάλασσα > *χάιλασσα > χιάλασσα).
Θάλασσα ό.π.τ. : Ετό το κορίτσ̑’ ένα φοράς ασ' σο μπαbά τ' κίρεψεν ένα φιστάν’, όπου να έχ’ ση θάλασσα όπου είνdαι ούλα τα ψάρια (Αυτό το κορίτσι ζήτησε από το πατέρα της ένα φουστάνι όπου θα έχει όλα τα ψάρια της θάλασσας) Σίλατ. -Dawk. || Ασμ. Ας στέκονdαι οι θάλασσες, ας τρέξουν τα καράβια
Ας έρθει κι ο πατέρας μου από τα ξένα χέρια
(Ας μένουν ακίνητες οι θάλασσες, ας τρέξουν τα καράβι
Ας έρθει κι ο πατέρας μου από τα ξένα χέρια
(γαμήλιο άσμ. που τραγουδούσε η νύφη της οποίας ο πατέρας ήταν ξενιτεμένος))
Ανακ. -Κωστ.Α.
Συνών. τεργιάς, ντενίζι