θαλώνα
(επίθ.)
θαλώνα
[θaˈlona]
Φάρασ., Φκόσ.
Από το ουσ. λιθάρι, όπου και τύπ. θάλι, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Τροποποιήθηκε: 29/06/2025