ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

θαλώνα (επίθ.) θαλώνα [θaˈlona] Φάρασ., Φκόσ. Από το ουσ. λιθάρι, όπου και τύπ. θάλι, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Πέτρινος ό.π.τ. : Θαλώνα μύος (Πέτρινος μύλος) Φκόσ. -ΚΜΣ-ΚΠ373 Ο τοιέχος ένι θαλώνα (Ο τοίχος είναι πέτρινος) Φάρασ. -Αναστασ.