ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

θάσι (ουσ. ουδ.) θάσι [ˈθasi] Φάρασ., Φκόσ. ατάσι [aˈtasi] Φερτάκ. αράσ̑' [aˈraʃ] Αραβαν., Γούρδ. Από το μεταγν. ουσ. θάσιον (στην σημ. 1), ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. Θάσιος από την φρ. θάσια κάρυα = αμύγδαλα. Οι τύποι με προθετ. α- από το μεσν. ἀθάσιν, βλ. ΙΛΝΕ λ. ἀθάσι.
1. Αμύγδαλο ό.π.τ.
2. Αμυγδαλιά Αραβαν., Γούρδ., Φάρασ. : Του Κιτζή το θάσι (Η αμυγδαλιά του Κιτζή - τοπων.) Φάρασ. -Θεοδ.Τοπων.