θαρρεύω ( ρ.
)
θαρρεύω
[θaˈrevo]
Σινασσ.
θαρρεύου
[θaˈrevu]
Ανακ.
Αόρ.
θάρριψα
[ˈθaripsa]
Μαλακ.
...
θάσι
(ουσ. ουδ.)
θάσι
[ˈθasi]
Φάρασ., Φκόσ.
ατάσι
[aˈtasi]
Φερτάκ.
αράσ̑'
[aˈraʃ]
Αραβαν., Γούρδ.
Από το μεταγν. ουσ. θάσιον (στην σημ. 1), ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. Θάσιος από την φρ. θάσια κάρυα = αμύγδαλα. Οι τύποι με προθετ. α- από το μεσν. ἀθάσιν, βλ. ΙΛΝΕ λ. ἀθάσι.
1. Αμύγδαλο
ό.π.τ.
2. Αμυγδαλιά
Αραβαν., Γούρδ., Φάρασ.
:
Του Κιτζή το θάσι
(Η αμυγδαλιά του Κιτζή - τοπων.)
Φάρασ.
-Θεοδ.Τοπων.