θαλόκκο
(ουσ. ουδ.)
θαλόκ-κο
[θa'lokko]
Φάρασ.
Από το ουσ. λιθάρι, όπου και τύπ. θάλι, και το παραγωγ. επίθμ. -όκκο.
Λιθαράκι, πετρούλα