θαλιέρης
(επίθ.)
θαλιέρη
[θaˈʎeri]
Τσουχούρ.
Από το ουσ. λιθάρι, όπου και τύπ θάλι, και το παραγωγ. επίθμ. -ιέρης < -ιάρης.
Πετρώδης, ανώμαλος
:
Ατσ̑εί σο σκόλειου κονdά η στράτα ήτουνι θαλιέρη
(Εκεί κοντά στο σχολείο ο δρόμος ήτανε πετρώδης)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.