ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

θαλιέρης (επίθ.) θαλιέρη [θaˈʎeri] Τσουχούρ. Από το ουσ. λιθάρι, όπου και τύπ θάλι, και το παραγωγ. επίθμ. -ιέρης < -ιάρης.
Πετρώδης, ανώμαλος : Ατσ̑εί σο σκόλειου κονdά η στράτα ήτουνι θαλιέρη (Εκεί κοντά στο σχολείο ο δρόμος ήτανε πετρώδης) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.