θαυμάζομαι
(ρ.)
θαγμάζουμαι
[θaɣˈmazume]
Φάρασ., Φλογ.
θεγμάζομαι
[θeɣˈmazome]
Φάρασ.
χαγμάζομαι
[xaɣˈmazome]
Αξ.
χιαγμάζουμαι
[çaγˈmazume]
Αξ., Φάρασ.
Αόρ.
θαγμάστα
[θaɣˈmasta]
Φάρασ., Φλογ.
χιαγμάσ̑τα
[çaγˈmaʃta]
Αξ.
Αρχ. ρ. θαυμάζω.
Απορώ, εκπλήσσομαι
ό.π.τ.
:
Ντράντσα το και χαγμάσ̑τα
(Τον είδα και απόρησα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Aτζ̑είνος πάλι θεγμαζούτουν
(Εκείνος πάλι απόρησε)
Φάρασ.
-Dawk.
Εττά τα λόγια φον τα άκουσεν βασ̑ιλιός θαγμάστεν
(Αυτά τα λόγια όταν τα άκουσε ο βασιλιάς απόρησε)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Άκουσά τα και θαγμάστα
(Τα άκουσα και απόρησα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Θαγμάστην το φσ̑όκκο τσ̑' έβγκαλεν το σταυρόν του
(Απόρησε το παιδί και σταυροκοπήθηκε)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.