ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

θαυμάζομαι (ρ.) θαγμάζουμαι [θaɣˈmazume] Φάρασ., Φλογ. θεγμάζομαι [θeɣˈmazome] Φάρασ. χαγμάζομαι [xaɣˈmazome] Αξ. χιαγμάζουμαι [çaγˈmazume] Αξ., Φάρασ. Αόρ. θαγμάστα [θaɣˈmasta] Φάρασ., Φλογ. χιαγμάσ̑τα [çaγˈmaʃta] Αξ. Αρχ. ρ. θαυμάζω.
Απορώ, εκπλήσσομαι ό.π.τ. : Ντράντσα το και χαγμάσ̑τα (Τον είδα και απόρησα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Aτζ̑είνος πάλι θεγμαζούτουν (Εκείνος πάλι απόρησε) Φάρασ. -Dawk. Εττά τα λόγια φον τα άκουσεν βασ̑ιλιός θαγμάστεν (Αυτά τα λόγια όταν τα άκουσε ο βασιλιάς απόρησε) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Άκουσά τα και θαγμάστα (Τα άκουσα και απόρησα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Θαγμάστην το φσ̑όκκο τσ̑' έβγκαλεν το σταυρόν του (Απόρησε το παιδί και σταυροκοπήθηκε) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ.