θελυκιά
(ουσ. θηλ.)
χ̇ελυκιά
[xeliˈca]
Αξ.
Aπό το ουσ. θελύκι και το παραγωγ. επίθμ. -ιά.
Εξάρτημα που συνδέει την δοκάνη με το ζυγό