ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

Θεός (ουσ. αρσ.) Θεός [θeˈos] Τελμ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ. Θεγός [θeˈɣos] Ανακ., Δίλ., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ. Τεγός [teˈɣos] Φερτάκ. Τεός [teˈos] Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., Σεμέντρ. Tεό [teˈo] Φερτάκ. Xεός [çeˈos] Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Τροχ., Τσαρικ. Xεγός [çeˈɣos] Αξ. Χεβός [xeˈvos] Ουλαγ. Χιογός [çoˈɣos] Μισθ. Ιεός [ieˈos] Αραβ. Σεός [seˈos] Σίλ. Σεγός [seˈɣos] Σίλ. Σοός [soˈos] Σίλ. Σογός [soˈɣos] Σίλ. Ζος [zos] Σίλ. Αρχ. ουσ. θεός.
Θεός ό.π.τ. : Είσαι του Θεού νομάτ' (Είσαι άνθρωπος του Θεού) Φάρασ. -Παπαδ. Θεγός να σι χαρίσ'! (Ο Θεός να σου το χαρίσει· ευχή) Μαλακ. -Τζιούτζ. Καλό κανείς να ήτον απ' τα Χεό φοότον (Αν ήταν καλός άνθρωπος, θα φοβόταν τον Θεό) Ουλαγ. -Κεσ. Σογός μεγάλος 'ναι (Ο Θεός είναι μεγάλος) Σίλ. -Κωστ.Σ. Νύχτα-μέρα παρακάλειναν το Χεό να τα ντώκ ένα φσ̑άχ' (Νύχτα μέρα παρακαλούσαν τον Θεό να τους δώσει ένα παιδί) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Χεγός τα ορφανά πονεί τα (Ο Θεός τα ορφανά τα λυπάται) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ο Θεγός μέγας έν' (Ο Θεός είναι μεγάλος) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Θεγογιού πουλί (Θεού πουλί˙ σπουργίτι) -Αλεκτ. θεγογιού ζ'νάρι (Θεού ζωνάρι˙ ουράνιο τόξο) Φερτάκ., Γούρδ. -Αλεκτ. Τεού καμήλ' (Καμήλα του Θεού˙ ακρίδα) Γούρδ. -Καράμπ. Τεού ψάρ' (Θεού ψάρι˙ αστραπή) Γούρδ. -Καράμπ. Χεγού καμάρα (Θεού καμάρα˙ ουράνιο τόξο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Χεγού πάππο (Θεού παππούς˙ Είδος χρωματιστού εντόμου) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Χεογιού ντου νάκρα (Του Θεού η άκρη˙ η άκρη, το τέλος του κόσμου) Τσαρικ. -Καραλ. Θεγός έλ’σεν τα ουσ̑κούρια τ’ και δε μπορεί να τα μαζέψ’ (Ο Θεός έλυσε τα βρακοζώνια του και δεν μπορεί να τα μαζέψει˙ Βρέχει (πάρα) πολύ) -Κωστ.Α. || Παροιμ. Ο Θεός ό,τι φτένει κατέσ̑ει τα (Ο Θεός ό,τι κάνει το ξέρει˙ Για όλα υπάρχει μιά κρυμμένη αιτιότητα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Του Θεού τα χρόνε τζ̑ο πλεριένdαι (Του Θεού τα χρόνια δεν τελειώνουν˙ Λέγεται για τους ανυπόμονους) -Λουκ.Λουκ.