Θεός
(ουσ. αρσ.)
Θεός
[θeˈos]
Τελμ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ.
Θεγός
[θeˈɣos]
Ανακ., Δίλ., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ.
Τεγός
[teˈɣos]
Φερτάκ.
Τεός
[teˈos]
Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., Σεμέντρ.
Tεό
[teˈo]
Φερτάκ.
Xεός
[çeˈos]
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Τροχ., Τσαρικ.
Xεγός
[çeˈɣos]
Αξ.
Χεβός
[xeˈvos]
Ουλαγ.
Χιογός
[çoˈɣos]
Μισθ.
Ιεός
[ieˈos]
Αραβ.
Σεός
[seˈos]
Σίλ.
Σεγός
[seˈɣos]
Σίλ.
Σοός
[soˈos]
Σίλ.
Σογός
[soˈɣos]
Σίλ.
Ζος
[zos]
Σίλ.
Αρχ. ουσ. θεός.
Θεός
ό.π.τ.
:
Είσαι του Θεού νομάτ'
(Είσαι άνθρωπος του Θεού)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Θεγός να σι χαρίσ'!
(Ο Θεός να σου το χαρίσει· ευχή)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Καλό κανείς να ήτον απ' τα Χεό φοότον
(Αν ήταν καλός άνθρωπος, θα φοβόταν τον Θεό)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Σογός μεγάλος 'ναι
(Ο Θεός είναι μεγάλος)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Νύχτα-μέρα παρακάλειναν το Χεό να τα ντώκ ένα φσ̑άχ'
(Νύχτα μέρα παρακαλούσαν τον Θεό να τους δώσει ένα παιδί)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Χεγός τα ορφανά πονεί τα
(Ο Θεός τα ορφανά τα λυπάται)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ο Θεγός μέγας έν'
(Ο Θεός είναι μεγάλος)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Θεγογιού πουλί
(Θεού πουλί˙ σπουργίτι)
-Αλεκτ.
θεγογιού ζ'νάρι
(Θεού ζωνάρι˙ ουράνιο τόξο)
Φερτάκ., Γούρδ.
-Αλεκτ.
Τεού καμήλ'
(Καμήλα του Θεού˙ ακρίδα)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Τεού ψάρ'
(Θεού ψάρι˙ αστραπή)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Χεγού καμάρα
(Θεού καμάρα˙ ουράνιο τόξο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Χεγού πάππο
(Θεού παππούς˙ Είδος χρωματιστού εντόμου)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Χεογιού ντου νάκρα
(Του Θεού η άκρη˙ η άκρη, το τέλος του κόσμου)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Θεγός έλ’σεν τα ουσ̑κούρια τ’ και δε μπορεί να τα μαζέψ’
(Ο Θεός έλυσε τα βρακοζώνια του και δεν μπορεί να τα μαζέψει˙ Βρέχει (πάρα) πολύ)
-Κωστ.Α.
|| Παροιμ.
Ο Θεός ό,τι φτένει κατέσ̑ει τα
(Ο Θεός ό,τι κάνει το ξέρει˙ Για όλα υπάρχει μιά κρυμμένη αιτιότητα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Του Θεού τα χρόνε τζ̑ο πλεριένdαι
(Του Θεού τα χρόνια δεν τελειώνουν˙ Λέγεται για τους ανυπόμονους)
-Λουκ.Λουκ.