ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

θεριστής (ουσ. αρσ.) θεριστής [θeriˈstis] Ανακ., Κίσκ., Σατ., Σινασσ., Τζαλ., Φάρασ. φερισ̑ής [feriˈʃis] Σίλ. χεριστσής [çerisˈtsis] Αραβαν. Από το αρχ. ουσ. θεριστής. Η σημ. ‘ο μήνας Ιούνιος’ νεότ., πβ. Δαμασκ. Στουδ. Θησ. 31.557 «τὸν Ἰούνιον, αὐτὸν ποῦ λέγομεν ἡμεῖς κοινῶς Θεριστήν».
1. Αγρότης που θερίζει Αραβαν.
2. Ο μήνας Ιούλιος Ανακ., Σατ., Σίλ., Σινασσ., Τζαλ., Φάρασ.
3. Ο μήνας Ιούνιος Κίσκ., Φάρασ.