ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

θηλειά (ουσ. θηλ.) θηλειά [θeˈʎa] Σίλατ. θελειά [θeˈʎa] Σίλατ., Σινασσ. χ̇ελειά [xeˈʎa] Αξ. χελειά [çeˈʎa] Γούρδ. θελέ [θeˈle] Φάρασ. τ͑ιλέ [tʰiˈle] Σίλ. τσ̑ιλειά [tʃiˈʎa] Σίλ. Aπό το μεσν. ουσ. θηλεά.
1. Θηλειά Αξ., Γούρδ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ. : Ποίσ' τα ένα τ͑ιλέ (Κάν' το μιά θηλειά) -Κωστ.Σ. || Φρ. Χάχ'σαν το γουργούρι τ' 'ς χ̇ελειά (Του πέρασαν την θηλειά στον λαιμό˙ Τον έφεραν σε πολύ δύσκολη θέση) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
2. Κουμπότρυπα Αξ., Σινασσ.
3. Κουμπί Σίλατ., Σινασσ. Συνών. γαλάτσι, κοτσάκι, ντογμές
4. Κρίκος για σκοινί Σινασσ.
5. Κρεατοελιά Αξ. Συνών. ελιά