θηλειά
(ουσ. θηλ.)
θηλειά
[θeˈʎa]
Σίλατ.
θελειά
[θeˈʎa]
Σίλατ., Σινασσ.
χ̇ελειά
[xeˈʎa]
Αξ.
χελειά
[çeˈʎa]
Γούρδ.
θελέ
[θeˈle]
Φάρασ.
τ͑ιλέ
[tʰiˈle]
Σίλ.
τσ̑ιλειά
[tʃiˈʎa]
Σίλ.
Aπό το μεσν. ουσ. θηλεά.
1. Θηλειά
Αξ., Γούρδ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ.
:
Ποίσ' τα ένα τ͑ιλέ
(Κάν' το μιά θηλειά)
-Κωστ.Σ.
|| Φρ.
Χάχ'σαν το γουργούρι τ' 'ς χ̇ελειά
(Του πέρασαν την θηλειά στον λαιμό˙ Τον έφεραν σε πολύ δύσκολη θέση)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
2. Κουμπότρυπα
Αξ., Σινασσ.
4. Κρίκος για σκοινί
Σινασσ.