θυμιατερό
(ουσ. ουδ.)
θυμιατερό
[θimɲateˈro]
Ανακ., Μαλακ., Ποτάμ., Φλογ.
Από το ουσ. θυμίαμα (θ. θυμιαματ-) και το παραγωγ. επίθμ. -ερό, με απλολ.
Θυμιατήρι
ό.π.τ.