ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

θυμίαμα (ουσ. ουδ.) θυμίαμα [θiˈmiama] Μαλακ., Φάρασ. τυμίαμα [tiˈmiama] Γούρδ. θυμιάμα [θiˈmɲama] Ανακ., Αφσάρ., Ποτάμ., Σινασσ., Φλογ. τυμιάμα [tiˈmɲama] Αξ., Αραβαν., Μισθ. συμιάμα [siˈmɲama] Σίλ. χ̇υνιάμα [xiˈɲama] Αξ. χυνιάμα [çiˈɲama] Μισθ., Τελμ. τυνιάμα [tiˈɲama] Αραβαν., Ουλαγ. τυνάμα [tiˈnama] Αξ. Θηλ. θυμι-έμα [θimiˈema] Φάρασ. τ͑υνιάμα [tʰiˈɲama] Μισθ. Αρχ. ουσ. θυμίαμα. Ο τύπ. θυμιάμα μεσν., με καταβιβασμό του τόνου αναλογ. από τις πλάγιες πτώσεις, όπου προκλήθηκε συνίζηση.
Θυμίαμα ό.π.τ. : Νύχτα ντε τϋτϋτΰν τυνάμα (Την νύχτα δεν καίνε θυμίαμα, δεν λιβανίζουν) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Φερύνκαν τσ̑ερία, θυμιέμα, ’λτινά βα (Έφερναν κεριά, θυμίαμα, κόκκινα αβγά) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Γιάφτον ντο κανdέλ', γιαλβαρούν ντo χεό, τϋτϋτΰν τυνάμα (Ανάβουν το καντήλι, ικετεύουν τον Θεό, λιβανίζουν με θυμίαμα) Αξ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Τυνιάμα γκαbι̂́ (Σκεύος θυμιάματος˙ θυμιατήρι) Ουλαγ. -Κεσ. Κρούμ’ τ͑υνιάμα (Ρίχνουμε θυμίαμα˙ θυμιατίζουμε) Μισθ. -Κωστ.Μ.