θυμούμαι
(ρ.)
συμούμου
[siˈmumu]
Σίλ.
τυμούμαι
[tiˈmume]
Αραβ.
τυμούμι
[tiˈmumi]
Μισθ.
Παθ. Αόρ.
συμήσ'κα
[siˈmiska]
Σίλ.
Από το μεσν. ρ. θυμοῦμαι , το οπ. από το αρχ. ρ ἐνθυμοῦμαι.
Θυμάμαι
ό.π.τ.
:
Λέω λία αλλά ό,τι τυμούμι
(Λέω λίγα αλλά ό,τι θυμάμαι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ