θωριά
(ουσ. θηλ.)
θωρία
[θoˈria]
Φάρασ.
θωριά
[θoˈrʝa]
Σινασσ.
Μεσν. ουσ. θωρία (Μεούρσ.) και θωριά (Δουκ.) < αρχ. θεωρία.
Θέαμα, θέαση, εμφάνιση κάποιου
ό.π.τ.
:
Ήγρεψε να 'ούμ' 'ληθώτικο έν' ατό το ήλ' η θωρία
(Κοίταξε να δει αν είναι αληθινό το θέαμα του ήλιου)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Παροιμ.
Έχεις γρόσια έχεις γλώσσα, έχεις φλωριά έχεις θωριά
(Έχεις χρήματα άρα έχεις δικαίωμα να μιλάς, έχεις φλουριά άρα έχεις πρόσωπο στην κοινωνία˙ για την αξία των χρημάτων)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Ασμ.
Α-Γιώρ', Α-Γιώρ' αφένdη μου κι αφένdη καβαλλάρη
Αρματωμένε με σπαθί και με χρυσό κοντάρι
Άγγελος είσαι 'ς τη θωριά και άγιος 'ς τη θεότη
(Άι-Γιώργη, Άι-Γιώργη αφέντη μου κι αφέντη καβαλλάρηOπλισμένε με σπαθί και με χρυσό κοντάρι
Σαν άγγελος είσαι στην όψη και σαν άγιος στην ιερότητα) Σινασσ. -ΚΜΣ-CD
Αρματωμένε με σπαθί και με χρυσό κοντάρι
Άγγελος είσαι 'ς τη θωριά και άγιος 'ς τη θεότη
(Άι-Γιώργη, Άι-Γιώργη αφέντη μου κι αφέντη καβαλλάρηOπλισμένε με σπαθί και με χρυσό κοντάρι
Σαν άγγελος είσαι στην όψη και σαν άγιος στην ιερότητα) Σινασσ. -ΚΜΣ-CD