θύρα
(ουσ. θηλ.)
θύρα
[ˈθira]
Ανακ., Αραβ., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φερτάκ., Φκόσ., Φλογ.
τ͑ύρα
[ˈtʰira]
Ανακ., Αξ., Αραβ., Μισθ., Τροχ.
τύρα
[ˈtira]
Ανακ., Καρατζάβ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Τσαρικ., Φερτάκ.
ντύρα
[ˈdira]
Μισθ.
χύρα
[ˈçira]
Αραβαν., Γούρδ.
σ̑ύρα
[ˈʃira]
Σίλ.
Αρχ. ουσ. θύρα.
1. Πόρτα
ό.π.τ.
:
Ντών̑-ν̑ει τη σ̑ύρα
(Χτυπάει την πόρτα)
Σίλ.
-Dawk.
Άνοιξε ένα σιδεριώνας θύρα
(Άνοιξε μιά σιδερένια πόρτα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Aσ' το χύρα έμπα απέσω
(Μπες μέσα από την πόρτα)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Απ’ τύραγιου ντο ντελίκα ντράν'σε
(Κοίταξε από την κλειδαρότρυπα της πόρτας)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Άνοιξ' τύρα! Άνοιξ' τύρα ας φύει λίου καπνός
(Άνοιξε την πόρτα! Άνοιξε την πόρτα να φύγει λίγο ο καπνός)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Έο, εκεινά τ͑ύρα γαπάδα δου
(Έι, εκείνη την πόρτα κλείσε την)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Σ̑όν'ζεν και δεν ηύρισ̑κάμ' το θύρα ν' ανοίξουμ'
(Χιόνιζε και δεν βρίσκαμε την πόρτα να την ανοίξουμε)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Νύχτα γυρίζεται ντο öλΰ γκαι φαΐζ’ ντο τύρα
(Ο νεκρός τριγυρίζει την νύχτα και χτυπάει την πόρτα)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ζάνdουναμ’ ντύρα απαπέσ' μι ντου γκιουσκιού
(Κλείναμε την πόρτα από μέσα με την αμπάρα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
Ναυλιού ντύρα
(Αυλής πόρτα˙ αυλόπορτα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Το στόμα τ' θύρα δεν έχ'
(Το στόμα του δεν έχει πόρτα˙ είναι αθυρόστομος)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Τ’ τ͑ύρα στο κότσ̑ι απάνω ’ναι
(Η πόρτα απάνω στο κότσι είναι˙ η πόρτα είναι ορθάνοιχτη)
Αξ.
-Μαυροχ.
|| Παροιμ.
Ο Θεός τα δυο θύρες τζ̑ο φσαώνει τα
(Ο Θεός δεν κλείνει και τις δύο πόρτες˙ πάντα υπάρχει μιά διέξοδος)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Τ’ αλτινιώνας τ͑ύρα ’ς ξ̑υλιώνας τ͑ύρα πέφτ’ στο χαdζ̑άτ'
(Η μαλαματένια πόρτα πέφτει στην ανάγκη της ξύλινης πόρτας˙ και οι ανώτεροι έχουν ανάγκη τους κατώτερους)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Ογώ 'τουν πέρναγα απ’ τ͑ύρα σ’ κουνdά, ισ̑ύ άλμιις τσ̑ιγκίτσ̑α
(Εγώ όταν περνούσα από την πόρτα σου κοντά, εσύ άρμεγες την κατσίκα· από σκωπτ. άσμ.)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
2. Το ευαγγέλιο της Ανάστασης, επειδή διαβαζόταν έξω από την πόρτα της εκκλησίας
Ανακ.
:
Του θύρας τα οβγά
(Πασχαλινά αβγά που τσούγκριζαν στην εκκλησία μετά την Ανάσταση)
Ανακ.
-Κωστ.Α.