ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

θύρα (ουσ. θηλ.) θύρα [ˈθira] Ανακ., Αραβ., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φερτάκ., Φκόσ., Φλογ. τ͑ύρα [ˈtʰira] Ανακ., Αξ., Αραβ., Μισθ., Τροχ. τύρα [ˈtira] Ανακ., Καρατζάβ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Τσαρικ., Φερτάκ. ντύρα [ˈdira] Μισθ. χύρα [ˈçira] Αραβαν., Γούρδ. σ̑ύρα [ˈʃira] Σίλ. Αρχ. ουσ. θύρα.
1. Πόρτα ό.π.τ. : Ντών̑-ν̑ει τη σ̑ύρα (Χτυπάει την πόρτα) Σίλ. -Dawk. Άνοιξε ένα σιδεριώνας θύρα (Άνοιξε μιά σιδερένια πόρτα) Σινασσ. -Αρχέλ. Aσ' το χύρα έμπα απέσω (Μπες μέσα από την πόρτα) Γούρδ. -Καράμπ. Απ’ τύραγιου ντο ντελίκα ντράν'σε (Κοίταξε από την κλειδαρότρυπα της πόρτας) Ουλαγ. -Κεσ. Άνοιξ' τύρα! Άνοιξ' τύρα ας φύει λίου καπνός (Άνοιξε την πόρτα! Άνοιξε την πόρτα να φύγει λίγο ο καπνός) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Έο, εκεινά τ͑ύρα γαπάδα δου (Έι, εκείνη την πόρτα κλείσε την) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Σ̑όν'ζεν και δεν ηύρισ̑κάμ' το θύρα ν' ανοίξουμ' (Χιόνιζε και δεν βρίσκαμε την πόρτα να την ανοίξουμε) Ανακ. -Κωστ.Α. Νύχτα γυρίζεται ντο öλΰ γκαι φαΐζ’ ντο τύρα (Ο νεκρός τριγυρίζει την νύχτα και χτυπάει την πόρτα) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ζάνdουναμ’ ντύρα απαπέσ' μι ντου γκιουσκιού (Κλείναμε την πόρτα από μέσα με την αμπάρα) Μισθ. -Κοτσαν. || Φρ. Ναυλιού ντύρα (Αυλής πόρτα˙ αυλόπορτα) Μισθ. -Κοτσαν. Το στόμα τ' θύρα δεν έχ' (Το στόμα του δεν έχει πόρτα˙ είναι αθυρόστομος) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Τ’ τ͑ύρα στο κότσ̑ι απάνω ’ναι (Η πόρτα απάνω στο κότσι είναι˙ η πόρτα είναι ορθάνοιχτη) Αξ. -Μαυροχ. || Παροιμ. Ο Θεός τα δυο θύρες τζ̑ο φσαώνει τα (Ο Θεός δεν κλείνει και τις δύο πόρτες˙ πάντα υπάρχει μιά διέξοδος) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Τ’ αλτινιώνας τ͑ύρα ’ς ξ̑υλιώνας τ͑ύρα πέφτ’ στο χαdζ̑άτ' (Η μαλαματένια πόρτα πέφτει στην ανάγκη της ξύλινης πόρτας˙ και οι ανώτεροι έχουν ανάγκη τους κατώτερους) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Ασμ. Ογώ 'τουν πέρναγα απ’ τ͑ύρα σ’ κουνdά, ισ̑ύ άλμιις τσ̑ιγκίτσ̑α (Εγώ όταν περνούσα από την πόρτα σου κοντά, εσύ άρμεγες την κατσίκα· από σκωπτ. άσμ.) Μισθ. -Κωστ.Μ.
2. Το ευαγγέλιο της Ανάστασης, επειδή διαβαζόταν έξω από την πόρτα της εκκλησίας Ανακ. : Του θύρας τα οβγά (Πασχαλινά αβγά που τσούγκριζαν στην εκκλησία μετά την Ανάσταση) Ανακ. -Κωστ.Α.