ντογμές
(ουσ. αρσ.)
ντογμές
[doɣˈmes]
Φάρασ.
Πληθ.
ντογμέδε
[doɣˈmeðe]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. düğme = α) κουμπί β) θηλή γ) δερματικό σπυρί δ) διακόπτης, όπου και παλ. τουρκ. τύπ. dögme (βλ. Nişanyan 2002-2022, λ. düğme).