ντογιουστίζω
(ρ.)
ντöγϋσ̑τΰζω
[døʝyˈʃtyzo]
Αξ., Αραβαν., Σεμέντρ.
ντογιουστίζω
[doʝuˈstizo]
Μαλακ.
ντεγισ̑τίζω
[deʝiˈʃtizo]
Αξ.
ντοϊσ̑τίζου
[doiˈʃtizu]
Μισθ.
ντöγϋστού
[døʝyˈstu]
Ουλαγ.
ντöϋστού
[døyˈstu]
Ουλαγ.
Παρατατ.
ντoΐσ̑τιζα
[doˈiʃtiza]
Μισθ.
Αόρ.
ντoγιούσα
[doˈʝusa]
Μαλακ.
εdεΐσα
[edeˈisa]
Τροχ.
ντεΐσα
[deˈisa]
Αξ., Τροχ.
Από το τουρκ. ρ. dο̈vüşmek = μαλώνω, τσακώνομαι, όπου και τύπ. döğüşmek (Tietze 2016: λ. döğüş–).
Μαλώνω, φιλονικώ
ό.π.τ.
:
Ιτούρα δα ντυό τ'νι ντοΐσ̑τιζαν
(Αυτοί οι δυό τους μάλωναν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ούτσ̑α ντοΐσ̑τιζαν τ’ απάν' ντου μαχαλά μη δου κάτ' ντου μαχαλά, προπάνdων για ντα ντορμόνια, για δα τίδαα για δα γοβτσ̑ουλούχια
(Έτσι τσακώνονταν ο πάνω μαχαλάς με τον κάτω μαχαλά, προπάντων για τα όρια των χωραφιών, για τα τέτοια, για τα κουτσομπολιά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ισ̑είτ᾽τουν ντοϊσ̑τίζιτ', ιμείς μούλλουναμ᾽
(Όταν εσείς μαλώνατε, εμείς κρυβόμασταν)
Μισθ.
-Φατ.
Ντεΐσαν 'ντάμα τ'νε
(Μάλωσαν μεταξύ τους)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Λερό ντεν είχαν σο χωριό· ασ' τα καβάχια αποκάτω ξέβαλα το λερό και ντεν εdεΐσαν άλλο
(Νερό δεν είχαν στο χωριό· κάτω από τις λεύκες έβγαλαν νερό, και δεν μάλωσαν πια)
Αξ.
-Dawk.
Ξέβαλεν λερό· άλλο ντεν ντεΐσαν χριστιανοί
(Έβγαλε νερό· άλλο πια δεν μάλωσαν οι άνθρωποι)
Αξ.
-Dawk.