ντιρεντίζω
(ρ.)
ντιρενdίζω
[direnˈdizo]
Μαλακ.
Αόρ.
ντιρέντ'σα
[diˈrentsa]
Μαλακ.
Προστ.
ντιρένdα
[diˈrenda]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. direnmek = επιμένω, πεισμώνω.
Αντιστέκομαι, επιμένω