ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντιπί (ουσ. ουδ.) ντιπί [diˈpi] Μαλακ. Αρσ. τιπής [tiˈpis] Φάρασ. Πληθ. ντιπίδια [diˈpiðʝa] Μαλακ. Από τον πτωτικό τύπ. dibi του τουρκ. ουσ. dip = α) πάτος β) βάση γ) κώλος (πβ. καζάν ντιπί = ο πάτος του καζανιού < kazandibi).
Βυθός, πάτος ό.π.τ. : || Φρ. Να πας ντιπί ντιπινέ (Να πας στα έγκατα˙ να χαθείς· αρά) Μαλακ. -Τζιούτζ.