ντιπί
(ουσ. ουδ.)
ντιπί
[diˈpi]
Μαλακ.
Αρσ.
τιπής
[tiˈpis]
Φάρασ.
Πληθ.
ντιπίδια
[diˈpiðʝa]
Μαλακ.
Από τον πτωτικό τύπ. dibi του τουρκ. ουσ. dip = α) πάτος β) βάση γ) κώλος (πβ. καζάν ντιπί = ο πάτος του καζανιού < kazandibi).
Βυθός, πάτος
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Να πας ντιπί ντιπινέ
(Να πας στα έγκατα˙ να χαθείς· αρά)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.