ντιρμαντίζω
(ρ.)
ντι̂ρμαντίζω
[dɯrmanˈdizo]
Μαλακ.
Αόρ.
τι̂ρμάντσα
[tɯrˈmantsa]
Μαλακ.
ντιρμάν'σα
[dirˈmansa]
Φλογ.
Από το αόρ. tırmandı του τουρκ. ρ. tırmanmak = σκαρφαλώνω, όπου και διαλεκτ. τύπ. dırmanmak.
Σκαρφαλώνω
ό.π.τ.
:
Ύστερα γΰζμπασ̑ης ντιρμάν’σεν, ανέβεν σο ντουβάρ' απάνω
(Ύστερα ο αξιωματικός σκαρφάλωσε, ανέβηκε πάνω στο ντουβάρι)
Φλογ.
-Dawk.
Συνών.
γιαπιστίζω, ορλατίζω, αναβαίνω