ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντιρμαντίζω (ρ.) ντι̂ρμαντίζω [dɯrmanˈdizo] Μαλακ. Αόρ. τι̂ρμάντσα [tɯrˈmantsa] Μαλακ. ντιρμάν'σα [dirˈmansa] Φλογ. Από το αόρ. tırmandı του τουρκ. ρ. tırmanmak = σκαρφαλώνω, όπου και διαλεκτ. τύπ. dırmanmak.
Σκαρφαλώνω ό.π.τ. : Ύστερα γΰζμπασ̑ης ντιρμάν’σεν, ανέβεν σο ντουβάρ' απάνω (Ύστερα ο αξιωματικός σκαρφάλωσε, ανέβηκε πάνω στο ντουβάρι) Φλογ. -Dawk. Συνών. γιαπιστίζω, ορλατίζω, αναβαίνω