ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντιρέκι (ουσ. ουδ.) ντιρέκ' [diˈreci] Αξ., Μισθ., Σίλατ., Τροχ. ντιρέι [diˈrej] Σίλ. ντιουριάτσ' [dʝuˈrʝats] Μισθ. ντερέκ' [deˈrek] Μισθ. ντουρέτσ' [duˈrets] Μισθ., Τσαρικ. Πληθ. ντϋρέτσ̑α [dyˈretʃa] Μισθ. τ͑ιρέκε [tʰiˈrece] Φκόσ. Νεότ. ουσ. ντιρέκι = στύλος, κολόνα (Mackridge 2021: 86), το οπ. από το τουρκ. direk (<παλ. τουρκ. tiregü, όπου και τύπ. tirek) = στύλος, όπου και διαλεκτ. τύπ. diräk. Ο τύπ. ντιουριάτσ' πιθ. με επίδρ. του τουρκ. duraç = βάθρο. Για την σημ. 4 πβ. το ουσ. ντερέκι της Κοινής ΝΕ.
1. Όρθιο δοκάρι για τη στήριξη της στέγης, στύλος Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Τροχ.
β. Καδρόνι Φκόσ.
γ. Κίονας, κολώνα εκκλησίας Τροχ.
δ. Γενικότ., κάθετο υποστήριγμα Σίλ. : Αγαdζά σέλει ένα ντιρέι για να μη τσακωσεί (Το δέντρο θέλει ένα υποστήριγμα για να μη σπάσει ) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
2. Ειδικότ., στον πληθ. μονοκόμματες παραστάδες πόρτας Μισθ., Τσαρικ.
3. Μτφ., χαρακτηρισμός ψηλού ανθρώπου Μισθ. Συνών. μέγας, ξυμυτός, ουζούνης, ψηλός
4. Ως επίθ., βαθύς Μισθ. : Το πλεφρό κειόουν τόσο ντερέκ που για να κατέβουν 'ντετσ̑ού κάτ' κρέισκαν ντώεκα φορτώματα ράμμα (Το πηγάδι ήταν τόσο βαθύ που για να κατέβουν εκεί κάτω χρειάζονταν δώδεκα φορτιά σχοινί) Μισθ. -ΑΠΥ-ΑΠΘ Συνών. βαθικός, ντερίν, ντιρέκι :4, τσουχουρλούς :2
5. Ως επίρρ., εις βάθος Αξ. : Ο,τι ξέρ', ξέρ' το ντιρέκ' (Ό,τι ξέρει, το ξέρει εις βάθος) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555