ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντινγκλεντίζω (ρ.) ντινgλεdίζω [diŋleˈdizo] Αραβαν. ντινgλεγίζου [diŋgleˈʝizu] Σίλ. τιγνετίζω [tiɣneˈtizo] Φάρασ. τιγνα̈τίζω [tiɣnæˈtizo] Αφσάρ. ταχλαντίζω [tahlaˈdizo] Φάρασ. Προστ. ταχλάντει [taˈxladi] Φάρασ. Αόρ. ντινgλέγισα [diŋgˈleʝisa] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. dinlemek (< παλ. τουρκ. tıŋla-), όπου και διαλεκτ. τύπ. dehlemek = α) ακούω β) δίνω σημασία γ) ελέγχω, εξετάζω διεξοδικά δ) υπακούω (THADS, λ. dehlemek I), και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Αβάσιμη η ετυμολ. του Dawkins (1916: 544, 679) σύμφωνα με τον οπ. ο τύπ. ταχλαντίζω προέρχεται από το τουρκ. ουσ. taklak = τούμπα.
1. Αφουγκράζομαι, ακούω προσεκτικά Αραβαν., Σίλ., Φάρασ. : Ρώκα του ‘φτσί μου, ντινgλέγισα (Έστησα αφτί, αφουγκράστηκα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Συνών. ακούω, ανακρούμαι, αφουκρούμαι
2. Υπακούω Φάρασ.
3. Ελέγχω, εξετάζω κάποιον Φάρασ. : Αν ντα ταχλαdίσω, α ναύρω το μασ̑αίρι μου», είπεν ντι ο βασιλός, «πιέσ' ταχλάdει τα» («αν τους ψάξω (ενν. τους ανθρώπους) θα βρω το μαχαίρι μου», και ο βασιλιάς είπε «πιάσε τους και ψάξε τους»)) Φάρασ. -Dawk.