ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αφουκρούμαι (ρ. αποθ.) αφηνgρούμαι [afiˈngrume] Ανακ. 'κερούμαι [ceˈrume] Φάρασ. 'φρηκούμι [friˈkumi] Σίλ. 'φρηκούμου [friˈkumu] Σίλ. 'φρηκιέμι [friˈcemi] Σίλ. 'φρηκιέμου [friˈcemu] Σίλ. 'φρηκίσκουμι [friˈciskumi] Σίλ. Αόρ. 'φρηκήσκα [friˈciska] Σίλ. Προστ. 'φρηκήστα [friˈcista] Σίλ. Από το μεσν. ρ. ἀφουκροῦμαι το οπ. από το αρχ. ρ. ἐπακροάομαι. O τύπ. αφηγκρούμαι ήδη μεσν. Οι τύπ. 'φρηκούμι και 'φρηκούμου με αποβολή του άτονου αρκτ. και μετάθ. του [r].
Ακούω προσεκτικά ό.π.τ. : Γκανεινώ γκαλαdζ̑ί μη 'φρηκησείς (Μην ακούς τα λόγια κανενός) Σίλ. -Dawk. 'κεί κάσιτι, 'φρηκιέτι τσ̑ις γκαλαdζ̑εύει (Εκεί κάθεται, ακούει τους ανθρώπους που μιλούν) Σίλ. -Dawk. 'μείς 'ρώ ως τα καλαdζ̑εύγουμι, απάνου ήτου ειζ άρτουπους κι ούλα 'φρηκήσκιν ντα (Εμείς καθώς τα λέγαμε, απάνω ήταν ένας άνθρωπος και τα άκουσε όλα) Σίλ. -Dawk.JHS Συνών. ακούω, ανακρούμαι, ντινγκλεντίζω