αφουκρούμαι
(ρ. αποθ.)
αφηνgρούμαι
[afiˈngrume]
Ανακ.
'κερούμαι
[ceˈrume]
Φάρασ.
'φρηκούμι
[friˈkumi]
Σίλ.
'φρηκούμου
[friˈkumu]
Σίλ.
'φρηκιέμι
[friˈcemi]
Σίλ.
'φρηκιέμου
[friˈcemu]
Σίλ.
'φρηκίσκουμι
[friˈciskumi]
Σίλ.
Αόρ.
'φρηκήσκα
[friˈciska]
Σίλ.
Προστ.
'φρηκήστα
[friˈcista]
Σίλ.
Από το μεσν. ρ. ἀφουκροῦμαι το οπ. από το αρχ. ρ. ἐπακροάομαι. O τύπ. αφηγκρούμαι ήδη μεσν. Οι τύπ. 'φρηκούμι και 'φρηκούμου με αποβολή του άτονου αρκτ. -α και μετάθ. του [r].
Ακούω προσεκτικά
ό.π.τ.
:
Γκανεινώ γκαλαdζ̑ί μη 'φρηκησείς
(Μην ακούς τα λόγια κανενός)
Σίλ.
-Dawk.
'κεί κάσιτι, 'φρηκιέτι τσ̑ις γκαλαdζ̑εύει
(Εκεί κάθεται, ακούει τους ανθρώπους που μιλούν)
Σίλ.
-Dawk.
'μείς 'ρώ ως τα καλαdζ̑εύγουμι, απάνου ήτου ειζ άρτουπους κι ούλα 'φρηκήσκιν ντα
(Εμείς καθώς τα λέγαμε, απάνω ήταν ένας άνθρωπος και τα άκουσε όλα)
Σίλ.
-Dawk.JHS
Συνών.
ακούω, ανακρούμαι, ντινγκλεντίζω