αφόν
(σύνδ.)
'φόν
[fon]
Αξ., Φάρασ., Φλογ.
Από τον μεσν. σύνδ. ἀφόν, αβέβαιης ετυμολογίας. Η αναγωγή στον σύνδ. αφού με επίδρ. του συνδ. αφόντας στην οποία αναφέρονται τόσο το ΙΛΝΕ (λ. αφού) όσο και το Λεξ. Κριαρ. (λ. αφού) παρουσιάζει προβλήματα χρονολόγησης και συχνότητας εμφάνισης των αφόν και αφόντας στην ιστορία της Ελληνικής. Πβ. και αρχ. ἀφ' ὧν.
1. Ως χρον. σύνδ., αφού
Αξ., Φλογ.
:
'φόν μπεχιάνω ύστερα, ό,τ͑ι να μποίκ'νε αζ μποίκ'νε
(Αφού πεθάνω και ύστερα, ας κάνουν ό,τι θέλουν να κάνουν)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ένα βραγύ, 'φόν εdώκεν το ϋdζ̑ρέτι τ', κουνdά το 'ς τ' άλογο τ' πίσω, παίρ' το και φέγ'νε
(Ένα βράδυ, αφού της έδωσε την αμοιβή της, την ρίχνει πίσω στο άλογό του, την παίρνει και φεύγουν)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
'φόν τα qαρσ̑ιλάταναν ύστερα ούλλα τ'νε 'ντάμα καθούτανε σο Μαρτναγήλα
(Αφού τους συναντούσαν, ύστερα όλοι μαζί κάθονταν στο Μαρτναγήλα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
αφώς, μαντέμ
2. Όταν
Αξ., Φλογ.
:
'φόν ερούτανε ασ’ το κουρμπετλίκ’, παίνισκαν να το είπ’νε: «Καλώς ήρτες»
(Όταν ερχότανε από την ξενιτιά, πήγαιναν να του πούνε: «Καλώς ήρθες»)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ190α
'φον εσκοτιάσεν, τοπλάντ'σαν γκαι ντιαβόλ', γκελετζεύ'νε
(Όταν σκοτείνιασε, μαζεύτηκαν και οι διάβόλοι, συζητούν)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
'φόν ντα άκουσεν, είμπεν
(Όταν τον άκουσε, είπε)
Φλογ.
-Dawk.
Συνών.
αφώσκαι, μαντέμ, σαμού, όταν :1, όταν :2
3. Εφόσον
Φάρασ.
:
'φόν να μη ζεις Ρωμός Χριστενός, το 'πεμεινό ένι σ̑τσ̑υλού άπιστου ζήση
(Εάν δεν ζεις ως Ρωμιός Χριστιανός, το υπόλοιπο είναι ζωή άπιστου σκυλιού)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
Συνών.
αφότε, μαντέμ, μαντέμκι, μεράμ