αφεντοφόνος
(επίθ.)
αφενdουφόνου
[afenduˈfonu]
Μαλακ.
Από το ουσ. αυθέντης, όπου και τύπ. αφένdης και το θ. φον- του ρ. φονεύω.
Για ζώο, αυτό που φονεύει τον αφέντη του.
Πβ.
αφεντοφάγετο :1