αφαλοκόφτω
(ρ.)
'φεκόφτω
[feˈkofto]
Φάρασ.
Από το ουσ. αφαλός, όπου και τύπ. αφός, και το ρ. κόφτω.
Κόβω τον αφαλό νεογνού
Φάρασ.