αφεντοκλαίητος
(επίθ.)
αφενdοκλαίγετο
[afendoˈkleʝeto]
Φλογ.
αφενdοκλαίνητο
[afendoˈklenito]
Μαλακ.
Από το ουσ. αυθέντης, όπου και τύπ. αφένdης, και το ρ. κλαίω. Το [n] για λόγους ευφωνίας.
Για ζώο, αυτό που κλαίει, θρηνεί τον αφέντη του
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Αφενdοφάγετο κι αφενdοκλαίγετο
(Είθε να φας τον αφέντη σου και να τον κλαις˙ αρά)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361