αφέντης
(ουσ. αρσ.)
αυτένdης
[aˈftendis]
Φάρασ.
αυτένης
[aˈftenis]
Τσουχούρ., Φάρασ.
αυτέν'
[aˈften]
Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ.
αφένdης
[aˈfendis]
Αξ., Μισθ., Σεμέντρ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ.
αφένdζ̑ης
[aˈfenʤis]
Αραβαν.
αφενdής
[afenˈdis]
Φάρασ.
εφένdης
[eˈfendis]
Σίλ.
ναφένdη'
[naˈfendi]
Ουλαγ.
αφένdος
[aˈfendοs]
Αξ., Τροχ., Φλογ.
αφένdους
[aˈfendus]
Μισθ.
Θηλ.
αυτέντσα
[aˈftentsa]
Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. αὐθέντης. Οι τύπ. με -φε- λόγω ανομοιωτ. αποβολής του πρώτου εκ των δύο επαλλήλων οδοντικών συμφώνων. Ο τύπ. αφένdης ήδη μεσν. Οι τύπ. με ε- αντιδάν. μέσω του τουρκ. efendi. Ο τύπ. αφένdος πιθ. αναλογ. από την αρχαϊκή γεν. ἀφέντου. Ο τύπ. αυτένdης και Κ. Ιταλ.
1. Αφέντης, κύριος
ό.π.τ.
:
Πήνι αdζ̑εί σο νομάτη, σου μυού ντον αυτένdη
(Πήγε εκεί στον άνθρωπο, στο αφεντικό του μύλου)
Φάρασ.
-Dawk.
Τούς χα κετσινdήσετε σα ρουσ̑ία δεχούς στάβκο, δεχούς τ’ αυτέντη σας το σαγιά;
(Πώς θα επιβιώσετε στα βουνά δίχως στάβλο, δίχως την προστατευτική κάλυψη του αφεντικού σας;)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Είπιν ο αυτένης το βόιδι ένι στανιέρη'
(Είπε ο αφέντης ότι το βόδι είναι άρρωστο)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
'α φυάκνεις τ' αυτένη σου το σπίτι, τα μάλα̈, το στάβκο τσ̑αι την αγέλη
(Θα φυλάς του αφέντη σου το σπίτι, τα πλούτη, τον στάβλο και την μάντρα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Με 'γώ κουμασού αυτέν' τζαι 'ρνιθίουν τσουφαλάς 'ίνομαι;
(Μα μπορώ να γίνω εγώ αφέντης του κοτετσιού και επικεφαλής στις κότες;)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Ιμείς αφένdη σου τσουφάλ' μας δεν έιξαμ'
(Εμείς αφέντη στο κεφάλι μας δεν είχαμε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σπιτιού αφέντος κρεύ' να το κατακωλύσ̑'
(Ο αφέντης του σπιτιού θέλει να τον διώξει)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Φρ.
Σπιτιού αφέντος
(Αφέντης του σπιτιού˙ σπιτονοικοκύρης)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Του μυλίουν οι αυτένοι
(Των μύλων οι αφέντες˙ οι μυλωνάδες)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Να 'ινείτε σα χαϊβάνε σας αυτέν'!
(Να γίνετε στα ζώα σας αφέντες!˙ συμμαζέψτε τα ζώα σας!)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Να φας του αφένdη/-ο σου
(Να φας τον πατέρα σου ή το αφεντικό σου˙ βρισιά για ανθρώπους ή ζώα)
Μισθ., Αξ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Να ινείτι 'φτεν να μου σας κομπώσουνι
(Να γίνετε αφέντες να μην σας ξεγελάσουν˙ Να προσέξετε να μη σας ξεγελάσουν)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Παροιμ.
Μο το λύκον 'μπνίζεις τσ̑αι μο τον αυτένην ντου κλαις
(με τον λύκο κοιμάσαι και με τον αφέντη του κλαις˙ Για υποκριτές)
Φάρασ.
-Ανδρ.
'ς του αυτενού του την άκρα το στσ̑υλίν ντου τζ̑ο κρουν ντα
(Για χάρη του αφεντικού, το σκυλί δεν το χτυπάνε˙ επειδή εκτιμούν κάποιον, δεν βλάπτουν κάποιον από τον περίγυρό του)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Αγιό Βασίλ' αφένdα μου, καλόν ζευγάριν λάμνεις
(Άγιε Βασίλη αφέντη μου, κάνεις καλό όργωμα)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Εσέν αφέντη έπρεπε στα πλούτη να καθίσεις
Τὄνα σου χέρι να μετρά και τ' άλλο νά δανείζει
Πολλά είπαμε τ’ αφέντου μας του πολυχρονημένου
πολλά είπαμε τ' αφέντη μας, ας πούμ' και της κυράς μας (Εσένα αφεντικό σου άξιζε να κάθεσαι μέσα στα πλούτη,
το ένα χέρι να μετράει λεφτά και το άλλο να δανείζει.
Πολλά είπαμε για τον αφέντη μας τον πολυχρονεμένο,
πολλά είπαμε για τον αφέντη μας, ας πούμε και για την κυρά μας) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. αγάς
Τὄνα σου χέρι να μετρά και τ' άλλο νά δανείζει
Πολλά είπαμε τ’ αφέντου μας του πολυχρονημένου
πολλά είπαμε τ' αφέντη μας, ας πούμ' και της κυράς μας (Εσένα αφεντικό σου άξιζε να κάθεσαι μέσα στα πλούτη,
το ένα χέρι να μετράει λεφτά και το άλλο να δανείζει.
Πολλά είπαμε για τον αφέντη μας τον πολυχρονεμένο,
πολλά είπαμε για τον αφέντη μας, ας πούμε και για την κυρά μας) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. αγάς
2. Πατέρας
Μισθ., Φάρασ., Φλογ.
:
Να φας τον αφέντη σ' και να κλαις
(Να φας τον πατέρα σου και να κλαις)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ήφαρες το μαχσούλι σον αυτένη του
(Έφερες το μωρό στον πατέρα του)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Συνών.
ατάς :2, βαβάς, γονιός, κύριος, μπαμπάς, πασάς, τατάς :1
4. Πελάτης
Τροχ.
:
Ήτανε αφέντο τ’ πολύ φουκαρές
(Ήτανε ο πελάτης της πολυ φτωχός)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ289
Συνών.
μουστερής :1