βαβάς
(ουσ. αρσ.)
βαβάς
[vaˈvas]
Αραβ., Σίλ.
βαβά
[vaˈva]
Καππ.
βας
[vas]
Ανακ.
βα
[va]
Τροχ., Φλογ.
Κλητ.
βάβα
[ˈvava]
Αξ., Τσαρικ.
Πληθ.
βαβάδες
[vaˈvaðes]
Δίλ.
βαβάγε
[vaˈvaʝe]
Αξ.
βαβάις
[vaˈvais]
Μισθ.
βαβάροι
[vaˈvari]
Σίλ., Τροχ.
βαβάια
[vaˈvaia]
Μισθ.
βάδε
[ˈvaðe]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. baba = α) πατέρας β) σεβάσμιος άνδρας μεγάλης ηλικίας γ) ιερωμένος. O τύπ. βα με ανομοιωτ. απλολογία.
Πβ.
μπαμπάς
Θωπευτ., μπαμπάς, αλλά και χωρίς θωπευτ. χροιά πατέρας
ό.π.τ.
:
Ένα βαβά είχεν ντρία μπαιντιά άζ μάνα ορφανά
(Ένας πατέρας είχε τρία παιδιά ορφανά από μάνα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πήγα 'ζ βαβά μ' το σπίτ'
(Πήγα στο σπίτι του μπαμπά μου)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Να μοιραστούμ' βαβά μας τα παρέα
(Θα μοιραστούμε τα λεφτά του πατέρα μας)
Αραβαν.
-Dawk.
Υστεριάς βαβάς τσ̑ης ποτινgιάν πικρά πικρά μοιριογογίσκι, τότι κόρη είπιν ντα 'ς του βαβάν τζ̑ης ότσ̑ι τούτουνου κόρη 'ναι
(Ύστερα, αφού ο πατέρας της μοιρολόγησε πικρά πικρά, τότε η κόρη είπε στον πατέρα της ότι είναι κόρη του)
Σίλ.
-Dawk.
'φώσ̑κι πέθανεν βαβά τουν, επήγαν τα δυό φσ̑άχα, και πίχωσάν ντο σα μορμούρια
(Όταν πέθανε ο πατέρας τους, πήγαν τα δυό παιδιά και τον έθαψαν στο νεκροταφείο)
Τελμ.
-Dawk.
Πάππου μ', μάνα μ', βαβά μ' ήρταν από Μισ̑τί Τουρκίας
(O παππούς μου, η μάνα μου, ο πατέρας μου ήρθαν από το Μισθί της Τουρκίας)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ντου μάνα τ' κλαίισκι, ντου βαβά κανείς ντέ ντου κλαίει
(Την μάνα του την έκλαιγε, τον πατέρα του κανείς δεν τον κλαίει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Το μέγα το παιδί είπεν σο βα τ' «βα, δος με εκατόν λίρες»
(Το μεγάλο το παιδί είπε στον πατέρα του «μπαμπά, δώσε μου εκατό λίρες»)
Φλογ.
-Dawk.
Ήρταν τα πεθεράδε μας, τα μάνες μας, τα βάδε μας, τα χισίμια μας
(Ἠρθαν οι πεθερές μας, οι μανάδες μας, οι πατεράδες μας, οι συγγενείς μας)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
|| Φρ.
Μέγα βαβά
(Μεγάλος μπαμπάς˙ παππούς)
Γούρδ.
Εμπέ να χέσου 'ς του βαβά σ'
(Που να χέσω τον πατέρα σου˙ βρισιά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Γαμώ τ' βαβά σ' του στόμα
(Γαμώ του μπαμπά σου το στόμα˙ έκφραση έκπληξης-απορίας)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ας λάχ' σ' βαβά σ' ψ̑υή
(Ας αγγίξει την ψυχή του πατέρα σου˙ ευχή προς ευεργετήσαντα)
Μισθ.
-Μακρ.
|| Ασμ.
Βαβά, βαβά, ω μερ' βαβά, τσ̑η μάνα μας πού τσ̑ην πήγις;
(Μπαμπά, μπαμπά, ωρέ μπαμπά, την μάνα μας πού την πήγες;)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
γονιόκας, κύρκας, τατάς :1
β.
Κατά πληθ., γονείς
Σίλ.
:
Φοβινόσκαμ' οπ' τους Τούρκηροι, οπ' τους βαβάροι μας
(Φοβόμαστε τους Τούρκους, τους γονείς μας
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Οπ' του βαβάροι ήρτι
(Ήρθε με τους γονείς
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.