ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βαβάς (ουσ. αρσ.) βαβάς [vaˈvas] Αραβ., Σίλ. βαβά [vaˈva] Καππ. βας [vas] Ανακ. βα [va] Τροχ., Φλογ. Κλητ. βάβα [ˈvava] Αξ., Τσαρικ. Πληθ. βαβάδες [vaˈvaðes] Δίλ. βαβάγε [vaˈvaʝe] Αξ. βαβάις [vaˈvais] Μισθ. βαβάροι [vaˈvari] Σίλ., Τροχ. βαβάια [vaˈvaia] Μισθ. βάδε [ˈvaðe] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. baba = α) πατέρας β) σεβάσμιος άνδρας μεγάλης ηλικίας γ) ιερωμένος. O τύπ. βα με ανομοιωτ. απλολογία. Πβ. μπαμπάς
Θωπευτ., μπαμπάς, αλλά και χωρίς θωπευτ. χροιά πατέρας ό.π.τ. : Ένα βαβά είχεν ντρία μπαιντιά άζ μάνα ορφανά (Ένας πατέρας είχε τρία παιδιά ορφανά από μάνα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πήγα 'ζ βαβά μ' το σπίτ' (Πήγα στο σπίτι του μπαμπά μου) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Να μοιραστούμ' βαβά μας τα παρέα (Θα μοιραστούμε τα λεφτά του πατέρα μας) Αραβαν. -Dawk. Υστεριάς βαβάς τσ̑ης ποτινgιάν πικρά πικρά μοιριογογίσκι, τότι κόρη είπιν ντα 'ς του βαβάν τζ̑ης ότσ̑ι τούτουνου κόρη 'ναι (Ύστερα, αφού ο πατέρας της μοιρολόγησε πικρά πικρά, τότε η κόρη είπε στον πατέρα της ότι είναι κόρη του) Σίλ. -Dawk. 'φώσ̑κι πέθανεν βαβά τουν, επήγαν τα δυό φσ̑άχα, και πίχωσάν ντο σα μορμούρια (Όταν πέθανε ο πατέρας τους, πήγαν τα δυό παιδιά και τον έθαψαν στο νεκροταφείο) Τελμ. -Dawk. Πάππου μ', μάνα μ', βαβά μ' ήρταν από Μισ̑τί Τουρκίας (O παππούς μου, η μάνα μου, ο πατέρας μου ήρθαν από το Μισθί της Τουρκίας) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ντου μάνα τ' κλαίισκι, ντου βαβά κανείς ντέ ντου κλαίει (Την μάνα του την έκλαιγε, τον πατέρα του κανείς δεν τον κλαίει) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Το μέγα το παιδί είπεν σο βα τ' «βα, δος με εκατόν λίρες» (Το μεγάλο το παιδί είπε στον πατέρα του «μπαμπά, δώσε μου εκατό λίρες») Φλογ. -Dawk. Ήρταν τα πεθεράδε μας, τα μάνες μας, τα βάδε μας, τα χισίμια μας (Ἠρθαν οι πεθερές μας, οι μανάδες μας, οι πατεράδες μας, οι συγγενείς μας) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 || Φρ. Μέγα βαβά (Μεγάλος μπαμπάς˙ παππούς) Γούρδ. Εμπέ να χέσου 'ς του βαβά σ' (Που να χέσω τον πατέρα σου˙ βρισιά) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Γαμώ τ' βαβά σ' του στόμα (Γαμώ του μπαμπά σου το στόμα˙ έκφραση έκπληξης-απορίας) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ας λάχ' σ' βαβά σ' ψ̑υή (Ας αγγίξει την ψυχή του πατέρα σου˙ ευχή προς ευεργετήσαντα) Μισθ. -Μακρ. || Ασμ. Βαβά, βαβά, ω μερ' βαβά, τσ̑η μάνα μας πού τσ̑ην πήγις; (Μπαμπά, μπαμπά, ωρέ μπαμπά, την μάνα μας πού την πήγες;) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. γονιόκας, κύρκας, τατάς :1
β. Κατά πληθ., γονείς Σίλ. : Φοβινόσκαμ' οπ' τους Τούρκηροι, οπ' τους βαβάροι μας (Φοβόμαστε τους Τούρκους, τους γονείς μας ) Σίλ. -Κωστ.Σ. Οπ' του βαβάροι ήρτι (Ήρθε με τους γονείς ) Σίλ. -Κωστ.Σ.