ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γονιόκας (ουσ. αρσ.) γονιόκας [ɣoˈɲokas] Τελμ. Aπό το ουσ. γονιός και το παραγωγ. επίθμ. -κας.
Θωπευτ., ο πατέρας : || Ασμ. Κι αν το περνά η μάνα μου, δάκρυα ας κονώσει,
κι αν το περνά γονιόκα μου, γιαγλίχια με το μόσκο
(Κι αν το περνά η μάνα μου, ας χύσει δάκρυα,
κι αν το περνά ο μπαμπάκας μου, μαντήλια με το μόσχο)
Τελμ. -Αλεκτ.Άσμ.
Συνών. βαβάς, κύρκας