ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γόνατο (ουσ. ουδ.) γόνυ [ˈɣoni] Φάρασ. γόνατο [ˈɣonato] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σινασσ. γόνατου [ˈɣonatu] Μισθ., Σίλ., Φάρασ. γκόνατο [ˈgonato] Ουλαγ. γόναdου [ˈɣonadu] Μισθ. γόναδου [ˈɣonaðu] Μισθ. γόνοτο [ˈɣonotο] Φάρασ. qόνατο [ˈqonato] Φλογ. qόνατου [ˈqonatu] Μαλακ. Γεν. γονατού [ɣonaˈtu] Φάρασ. γονατόγιου [ɣonaˈtoʝu] Ουλαγ. Πληθ. qόνατα [ˈqonata] Μαλακ., Φλογ. Από το μεσν. ουσ. γόνατον, πβ. Ἰππιατρ. 22 «Περὶ ῥεύματος γενομένου εἰς γόνατον ἵππου», το οπ. από το αρχ. ουσ. γόνυ, γεν. γόνατος.
1. Γόνατο ό.π.τ. : Ντρανά και ’ζ ναίκα τ’ τα γόνατα κουμούνdαι ντυό ασκέρ’ (Βλέπει πως στα γόνατα της γυναίκας του κοιμούνται δυο στρατιώτες) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Σουλαΐζ’νι 'α γόναδα μ’, ντα πτάρια μ' (Πονάνε τα γόνατά μου, τα πόδια μου ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Γόνατού μου πον̑εί (Με πονάει το γόνατό μου) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Φρ. Γονάτογιου το καπάκ' (Του γόνατου το καπάκι˙ επιγονατίδα) Ουλαγ. -Κεσ. Πουλιού γόνατο (Πουλιού γόνατο˙ είδος φυτού, πιθ. το πολυγόνατο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Τα qόνατα μ’ δε νταγιανdούν (Δεν με βαστούν τα γόνατά μου˙ είμαι κουρασμένος) Φλογ. -ΙΛΝΕ Έρχομαι σα δυο γόνατα (Έρχομαι στα δύο γόνατα˙ είμαι γονυπετής, εκλιπαρώ) Μισθ., Φάρασ. -ΙΛΝΕ Πέφτω στα γόνατα Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Κόπαν τα γόνατά μ’ (Κόπηκαν τα γόνατά μου˙ κουράστηκα) Μισθ., Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ας σταθούν σα qόνατά σ' (Ας σταθούν στα γόνατά σου˙ αρά· να πάθεις τα ίδια) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Ασμ. Άφες με κόρ' ας κοιμηθώ στα γόνατά σ' επάνω (Άσε με κόρη να κοιμηθώ στα γόνατά σου επάνω) Σινασσ. -Λεύκωμα Συνών. μπαλντίρι :3, τοπούχι :2
2. Γωνιώδης σιδερένια κλείδα σε σχήμα γόνατος με την οποία ανοίγουν τους μάνταλους των πατητηριών Σινασσ.