ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γόμωμα (ουσ. ουδ.) γόμωμα [ˈɣomoma] Αραβαν. γόμωσμα [ˈɣomozma] Αραβαν. Από το θ. γομω- του ρ. γομώνω και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Ο τύπ. γόμωσμα από το θ. γομώσ- του μεσν. ρ. γομώζω (< μεταγν. γομόω με επίδρ. του μεσν. γεμώζω) και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Γέμισμα ό.π.τ. Συνών. γέμωμα