γόμωμα
(ουσ. ουδ.)
γόμωμα
[ˈɣomoma]
Αραβαν.
γόμωσμα
[ˈɣomozma]
Αραβαν.
Από το θ. γομω- του ρ. γομώνω και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Ο τύπ. γόμωσμα από το θ. γομώσ- του μεσν. ρ. γομώζω (< μεταγν. γομόω με επίδρ. του μεσν. γεμώζω) και το παραγωγ. επίθμ. -μα.