γόλι
(ουσ. ουδ.)
γόλι
[ˈɣoli]
Μισθ., Σίλ.
γόλ'
[ɣol]
Σινασσ.
γολί
[ɣoˈli]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. kol = α) μέλος σώματος β) μανίκι γ) κλάδος, υποδιαίρεση δ) πλευρά ε) στρατιωτικό ή αστυνομικό άγημα στ) πτέρυγα κτηρίου ζ) χερούλι η) σκοινί. O τύπ. γολί πιθ. από τον τουρκ. πτωτικό κτητ. τύπ. kolı.
2. Πλευρά (ποταμού, δωματίου κ.τ.ό.)
Σίλ.
:
Οπ’ τσάι ’κει σ’ γολί είχαμ’ τζην Αγια-Παρασκευή
(Στην πέρα όχθη του χειμάρρου είχαμε την Αγ. Παρασκευή)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ3
Τ' άσπρα έσ'κα τα τ' ένα γολί, μαύρα μας τα ρούχα έσ'κα τα τ' ένα γολί
(Τα άσπρα ρούχα τα έβαλα στην μία πλευρά, τα μαύρα μας τα ρούχα τα έβαλα στην άλλη πλευρά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
γιάνι, κετσέ, μεριά, μερόθες, ταράφι
3. Το καθένα από τα δύο σκοινιά της σφεντόνας
Μισθ.
4. Περιβραχιόνιο με την μορφή λουρίδας με το οπ. έδεναν τα μανίκια πάνω στον βραχίονα κατά την εκτέλεση διαφόρων εργασιών
Σινασσ.
:
Πλεχτό γόλ'
(Πλεκτό περιβραχιόνιο)
Σινασσ.
-Ρίζ.Αγ.