γοβτσουλαντίζω
(ρ.)
γοβτζιλαντίζου
[ɣovtsilanˈdizu]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. kovulamak = α) κουτσουμπολεύω β) συκοφαντώ, με επίδρ. του ουσ. γοβτσουλούχι.
Κουτσομπολεύω
:
Τοκάνια να πάτ' ισείτ ντα σ̑ερνιτσ̑ίας να κάτσεισ' γιαότ να γοβτσιλανdίειτ' 'ντετσ̑ού ή να πγείτ'
(Καφενεία για να πάτε εσείς οι άντρες να κάτσετε εκεί να κουτσομπολέψετε ή να πιείτε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ