ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γοβτσουλαντίζω (ρ.) γοβτζιλαντίζου [ɣovtsilanˈdizu] Μισθ. Από το τουρκ. ρ. kovulamak = α) κουτσουμπολεύω β) συκοφαντώ, με επίδρ. του ουσ. γοβτσουλούχι.
Κουτσομπολεύω : Τοκάνια να πάτ' ισείτ ντα σ̑ερνιτσ̑ίας να κάτσεισ' γιαότ να γοβτσιλανdίειτ' 'ντετσ̑ού ή να πγείτ' (Καφενεία για να πάτε εσείς οι άντρες να κάτσετε εκεί να κουτσομπολέψετε ή να πιείτε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ