γλώσσα
(ουσ. θηλ.)
γλώσσα
[ˈɣlosa]
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ.
γλώσ-σα
[ˈɣlossa]
Σίλ.
qλώσσα
[ˈqlosa]
Φλογ.
γολώσσα
[ɣoˈlosa]
Μισθ.
γουώσσα
[ˈɣwosa]
Αφσάρ., Φάρασ.
γουάσσα
[ˈɣwasa]
Φάρασ.
βγώσσα
[ˈvɣosa]
Φκόσ.
γλωσσατού
[ɣlosaˈtu]
Αραβαν.
Αρχ. ουσ. γλῶσσα.
1. Η γλώσσα ως όργανο του σώματος
ό.π.τ.
:
Τ' γλώσσα μ' ξέρωσεν αζ' λιψάγια
(Η γλώσσα μου ξεράθηκε από την δίψα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Έdακα ντου γλώσσα μ'
(Δάγκωσα την γλώσσα μου)
Μισθ.
-Φατ.
Να φας τη γλώσσα σ'!
(Να φας την γλώσσα σου! αρά)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
"Ατέ ποτς ένι;". Δώτσ̑εν ντα ΄ς ση γουώσσα τ'ς
("Αυτό τι είναι;" (σκέφτηκε). Το έβαλε στην γλώσσα της)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Φρ.
Μικρό γλώσσα
(Μικρή γλώσσα˙ Σταφυλή)
Μισθ., Φερτάκ.
-Κωστ.Μ.
Μούτσικκη γλώσ-σα
(Μικρή γλώσσα˙ σταφυλή)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Βοδιού γλώσσα
(Γλώσσα βοδιού˙ το φυτό βούγλωσσο το φαρμακευτικό (Anchusa officinalis))
Μισθ., Αραβαν.
-ΙΛΝΕ
Πιάστσ̑η το γλώσσα τ'
(Πιάστηκε η γλώσσα του˙ έπαθε ημιπληγία)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Η γουώσσα 'στον τζ̑ο 'σ̑ει· τσ̑άπου 'υρεύ' 'υρίζει
(Η γλώσσα κόκαλο δεν έχει· όπου θέλει γυρίζει˙ Για φλύαρους ή συκοφάντες)
-Λουκ.Λουκ.
Να πιαστεί το qλώσσα σ'
(Να πιαστεί η γλώσσα σου˙ Να πάθεις ημιπληγία)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Παροιμ.
Τ' γλώσσα γκεμίκια ντεν έχ̑', κλωγ̑' ούτσ̑α, κλωγ̑' κι ούτσ̑α
(Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει, γυρίζει έτσι, γυρίζει κι έτσι˙ γι' αυτούς που αθετούν τις υποσχέσεις τους)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
2. Η γλώσσα ως όργανο της ομιλίας
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Τ' γλώσσα μ' ομbρό ντε παίν'
(Η γλώσσα μου εμπρός δεν πηγαίνει˙ δεν τολμώ να μιλήσω)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τάβρα το γλώσσα σ'
(Τράβα τη γλώσσα σου˙ περιόρισε τα λόγια σου)
Φερτάκ., Αραβαν.
-Κρινόπ.
Ζ' γουώσσας τσ̑ερεμές
(Της γλώσσας ζημιά˙ η προσβολή ή το πλήγωμα που μπορεί να προκαλέσει ένας κακός λόγος)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Η γουώσσα ζελμονά, λέ' το 'ληθωτικό
(Η γλώσσα λησμονεί, λέει την αλήθεια˙ γλώσσα λανθάνουσα τα αληθή λέγει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Στόμα έχ̑' και γλώσσα ντεν έχ̑'
(Στόμα έχει και γλώσσα δεν έχει˙ για τους εχέμυθους ή λιγομίλητους ανθρώπους)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το γλυτσ̑ύ η γουώσσα βγκάλ-λει το φίδι 'σ' το τρυπί
(Η γλυκιά γλώσσα βγάζει το φίδι από την τρύπα˙ η πειθώ είναι ισχυρότερη από την βία)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
3. Γλωσσικό σύστημα
Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ., Φκόσ.
:
Πολύ ακ͑αλούσσα ήτου· τούτσ̑η κόρη έμασι πολλέζ γλώσσες
(Ήταν πολύ έξυπνη· αυτή η κοπέλα έμαθε πολλές γλώσσες)
Σίλ.
-Dawk.
Ετόν το γλώσσα έμαχα ας μάνα μ’ ετόν λαλώ, αν κρεύεις άκου τα, αν κρεύεις με τ’ ακούς
(Αυτή την γλώσσα έμαθα από την μάνα μου αυτή μιλώ, αν θες άκου τα, αν θες μη τ' ακούς)
Αξ.
-Παυλίδ.
Θα το λέμε στα μισιώτικα, δηλαδή 'ς τ' εμέορ' γλώσσα
(Θα το λέμε στα μιστιώτικα, δηλ. στην δική μας γλώσσα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ατό οι Τούρτζ̑οι κατζ̑εύκανε το μέτερο τη γουώσσα
(Αυτοί οι Τούρκοι μιλάγανε την δική μας την γλώσσα)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Τ' εμέρ' το γλώσσα
(Η δική μας γλώσσα)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ280
Ατό ο νομάτ'ς κατένgεν τσ̑αι του χαϊβανίουν τη γουώσσα
(Αυτός ο άνθρωπος ήξερε και την γλώσσα των ζώων)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Ασμ.
Χαπαρίτζιν την έστειλε με του πουλιού την γλώσσαν
(Μήνυμα της έστειλε με του πουλιού την γλώσσα)
Σίλατ.
-Φαρασόπ.
Μοιράσταν ’στέρ’ οι γουώσσες τα μιλ-λέτ͑ε
(Μοιράστηκαν έπειτα οι γλώσσες και τα έθνη) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.
(Μοιράστηκαν έπειτα οι γλώσσες και τα έθνη) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.
4. Γλωσσίδι, οτιδήποτε προεξέχει, μοιάζοντας με γλώσσα, όπως ο άξονας του μύλου, του κουδουνιού κλπ.
Φερτάκ.
5. Κλειδί
Σίλ.
:
Τιλεύγου τση γλώσ-σα
(Αναζητώ το κλειδί)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Φέρ' τση γλώσσα να κουρώσου τση σύρα
(Φέρε το κλειδί να σφαλίσω την πόρτα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Μπούκτσισα τση γλώσσα, άνοιξα τση σύρα
(Γύρισα το κλειδί, άνοιξα την πόρτα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
ανοιχτήρι :1, κλειδί :1