γλυκιάζω
(ρ.)
γυλκιάζω
[ɣilˈcazo]
Γούρδ.
γ̇υλτσ̑άζου
[ɣilˈtʃazu]
Μισθ.
qυλκιάζω
[qilˈcazo]
Μαλακ., Φλογ.
Υποτ.
γ̇υλτσ̑άσω
[ɣilˈtʃaso]
Μισθ.
Από το μεταγν. ρ. γλυκάζω με μετάθ. του [l].
Γίνομαι γλυκός
ό.π.τ.
:
Να γ̇υλτσ̑άσ' ντου στόμα τ'
(Να γλυκάνει το στόμα του)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
γλυκαίνω :2