ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γλυκιάζω (ρ.) γυλκιάζω [ɣilˈcazo] Γούρδ. γ̇υλτσ̑άζου [ɣilˈtʃazu] Μισθ. qυλκιάζω [qilˈcazo] Μαλακ., Φλογ. Υποτ. γ̇υλτσ̑άσω [ɣilˈtʃaso] Μισθ. Από το μεταγν. ρ. γλυκάζω με μετάθ. του [l].
Γίνομαι γλυκός ό.π.τ. : Να γ̇υλτσ̑άσ' ντου στόμα τ' (Να γλυκάνει το στόμα του) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. γλυκαίνω :2