γλέντι
(ουσ. ουδ.)
γλένdι
[ˈɣlendi]
Αφσάρ., Μισθ.
Υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. γλεντώ (βλ. ΙΛΝΕ, λ. γλέντι) ή από το τουρκ. eğlenti = διασκέδαση, με τονική προσαρμογή κατά τα ζεύγη ρήματος και υποχωρητ. σχηματισμένου ουσιαστικού (π.χ. κυνηγώ-κυνήγι) (βλ. ΛΚΝ).
Γλέντι
ό.π.τ.
:
Σου γαβούστημα, ατό που ποίκαν ένα γλένdι
(Στην αντάμωση αυτήν έκαναν ένα γλέντι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
γλέντημα, μουχαμπέτι :2, σεφά, τσουμπούσι