ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκρεμίζω (ρ.) κριμίζου [kriˈmizu] Σινασσ. Αόρ. κρέμ'σα [ˈkremsa] Αφσάρ., Φάρασ. κρέμbσα [ˈkrembsa] Φάρασ. γκρέμbσα [ˈgrembsa] Αφσάρ., Φάρασ. Παθ. κρεμι-έζομαι [kremiˈezome] Φάρασ. κριμίζουμι [kriˈmizumi] Μαλακ. Αόρ. εκριμνίστα [ekriˈmnista] Σινασσ. κριμίστα [kriˈmista] Μαλακ. Από το μεσν. ρ. κρεμνίζω (με απλοπ. του συμφωνικού συμπλ.) από αναλογ. προς το γκρεμός και [i>e] ίσως παρετυμολ. προς το κρεμώ.
1. Ρίχνω από μεγάλο ύψος : Θάλα κρέμbσανι 'σ' τον ουρανό του πατισ̑άχου τ' εσκερού τα τσ̑ουφάλια (Έρριξαν πέτρες από τον ουρανό στα κεφάλια των στρατιωτών του βασιλιά) Αφσάρ. -Dawk. 'σ' του ουρανού το ντεβένι τον ντουσ̑μάνο 'άν’dα σύρω, 'άν’dα κρεμίσω (Από το ταβάνι του ουρανού θα σύρω τον εχθρό μου, θα τον γκρεμίσω κάτω) Αφσάρ. -Dawk. || Ασμ. Και κάτω εκριμνίστην κι εσκοτώθηκε (Και έπεσε από ψηλά κάτω και σκοτώθηκε) Σινασσ. -ΙΛΝΕ
2. Πέφτω Φάρασ. : Κρεμι-ένdαι τα μαλλία μου (Πέφτουν τα μαλλιά μου) Φάρασ. -Ανδρ. || Παροιμ. Αρ να μη κρεμιστεί του μέγα Πάσκα το 'λτ’νό το τσ̑έφος 'στη'ή, η άνοιξη τζ̑ό 'ρτσ̑εται (Αν δεν πέσει κάτω το κόκκινο τσόφλι της Λαμπρής, το καλοκαίρι δεν έρχεται˙ η καλοκαιρία αρχίζει μετά το Πάσχα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. αποδιαβαίνω, δίνω, κοιμούμαι, ξειλώ :1, πέφτω :1
3. Το παθ. υβρ., (γκρεμο)τσακίζομαι Μαλακ., Σινασσ. : Άιτε να χαθείς, παλιόσκυλε! Να κρεμιστείς αψούτζικα! (Άντε χάσου, παλιόσκυλο! Τσακίσου γρήγορα από 'δω!) Σινασσ. -Αρχέλ. Άμι κριμίστ'! (Άντε να χαθείς!) Μαλακ. -Τζιούτζ. Πβ. τσακίζω :1