γκρεμίζω
(ρ.)
κριμίζου
[kriˈmizu]
Σινασσ.
Αόρ.
κρέμ'σα
[ˈkremsa]
Αφσάρ., Φάρασ.
κρέμbσα
[ˈkrembsa]
Φάρασ.
γκρέμbσα
[ˈgrembsa]
Αφσάρ., Φάρασ.
Παθ.
κρεμι-έζομαι
[kremiˈezome]
Φάρασ.
κριμίζουμι
[kriˈmizumi]
Μαλακ.
Αόρ.
εκριμνίστα
[ekriˈmnista]
Σινασσ.
κριμίστα
[kriˈmista]
Μαλακ.
Από το μεσν. ρ. κρεμνίζω (με απλοπ. του συμφωνικού συμπλ.) από αναλογ. προς το γκρεμός και [i>e] ίσως παρετυμολ. προς το κρεμώ.
1. Ρίχνω από μεγάλο ύψος
:
Θάλα κρέμbσανι 'σ' τον ουρανό του πατισ̑άχου τ' εσκερού τα τσ̑ουφάλια
(Έρριξαν πέτρες από τον ουρανό στα κεφάλια των στρατιωτών του βασιλιά)
Αφσάρ.
-Dawk.
'σ' του ουρανού το ντεβένι τον ντουσ̑μάνο 'άν’dα σύρω, 'άν’dα κρεμίσω
(Από το ταβάνι του ουρανού θα σύρω τον εχθρό μου, θα τον γκρεμίσω κάτω)
Αφσάρ.
-Dawk.
|| Ασμ.
Και κάτω εκριμνίστην κι εσκοτώθηκε
(Και έπεσε από ψηλά κάτω και σκοτώθηκε)
Σινασσ.
-ΙΛΝΕ
2. Πέφτω
Φάρασ.
:
Κρεμι-ένdαι τα μαλλία μου
(Πέφτουν τα μαλλιά μου)
Φάρασ.
-Ανδρ.
|| Παροιμ.
Αρ να μη κρεμιστεί του μέγα Πάσκα το 'λτ’νό το τσ̑έφος 'στη'ή, η άνοιξη τζ̑ό 'ρτσ̑εται
(Αν δεν πέσει κάτω το κόκκινο τσόφλι της Λαμπρής, το καλοκαίρι δεν έρχεται˙ η καλοκαιρία αρχίζει μετά το Πάσχα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
αποδιαβαίνω, δίνω, κοιμούμαι, ξειλώ :1, πέφτω :1
3. Το παθ. υβρ., (γκρεμο)τσακίζομαι
Μαλακ., Σινασσ.
:
Άιτε να χαθείς, παλιόσκυλε! Να κρεμιστείς αψούτζικα!
(Άντε χάσου, παλιόσκυλο! Τσακίσου γρήγορα από 'δω!)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Άμι κριμίστ'!
(Άντε να χαθείς!)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Πβ.
τσακίζω :1