γκουμούσι
(ουσ. ουδ.)
γκουμούσ̑ι
[gumuˈʃi]
Τελμ., Φάρασ.
κουμούσ̑ι
[kumuˈʃi]
Φάρασ.
γκϋμΰσ’
[ɟyˈmys]
Σίλ.
Πληθ.
gουμούσ̑ε
[gumuˈʃe]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. gümüş (< παλαιότ. τουρκ. kümiş) = ασήμι, όπου και διαλεκτ. τύπ. kümüş.
1. Ασήμι
ό.π.τ.
:
Ήσανdε δύο χαριένε· 'ήμανε λίρες τζ̑αι γκουμούσ̑ι
(Ήτανε δύο καζάνια· ήταν γεμάτα με λίρες και ασήμι)
Φάρασ.
-Dawk.
Γκουμουσιού ταψιά
(Ασημένιοι δίσκοι)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Συνών.
ασήμι