ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκουμούσι (ουσ. ουδ.) γκουμούσ̑ι [gumuˈʃi] Τελμ., Φάρασ. κουμούσ̑ι [kumuˈʃi] Φάρασ. γκϋμΰσ’ [ɟyˈmys] Σίλ. Πληθ. gουμούσ̑ε [gumuˈʃe] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. gümüş (< παλαιότ. τουρκ. kümiş) = ασήμι, όπου και διαλεκτ. τύπ. kümüş.
1. Ασήμι ό.π.τ. : Ήσανdε δύο χαριένε· 'ήμανε λίρες τζ̑αι γκουμούσ̑ι (Ήτανε δύο καζάνια· ήταν γεμάτα με λίρες και ασήμι) Φάρασ. -Dawk. Γκουμουσιού ταψιά (Ασημένιοι δίσκοι) Τελμ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Συνών. ασήμι
2. Ασημένιο νόμισμα Φάρασ. Πβ. μετζιτιέ