γκοτλίκ
(ουσ. ουδ.)
γκότλικ
[ˈgotlik]
Τροχ.
Από το τουρκ. ουσ. götlük = πίσω μέρος υποστρώματος σέλλας.
Τροποποιήθηκε: 24/03/2025