ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκομντώ (ρ.) γκομντώ [gomˈdo] Σίλ. γκιο̈μντΰζω [ɟømˈdyzo] Αραβαν. Υποτ. γκο̈μντΰσω [gømˈdyso] Ουλαγ. Αόρ. γκόμτζησα [ˈgomdzisa] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. gömmek = θάβω.
Θάβω, παραχώνω, σκεπάζω με χώμα ό.π.τ. : Γκόμτζησι τες λίρες χώμαν οπ'κάτου (Έχωσε τις λίρες κάτω στο χώμα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ότ'λα ντο πάασαν να γκο̈μντΰσουν ντο, τράν'σαν κι το κ͑ι̂τσ̑ί τ' έν' ένα κεμίκ' (Όταν την πήγαν να την θάψουν, είδαν ότι υπήρχε ένα κόκκαλο στο πόδι της) Ουλαγ. -Dawk. Συνών. παραχώνω, πουχώνω