γκομντώ
(ρ.)
γκομντώ
[gomˈdo]
Σίλ.
γκιο̈μντΰζω
[ɟømˈdyzo]
Αραβαν.
Υποτ.
γκο̈μντΰσω
[gømˈdyso]
Ουλαγ.
Αόρ.
γκόμτζησα
[ˈgomdzisa]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. gömmek = θάβω.
Θάβω, παραχώνω, σκεπάζω με χώμα
ό.π.τ.
:
Γκόμτζησι τες λίρες χώμαν οπ'κάτου
(Έχωσε τις λίρες κάτω στο χώμα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ότ'λα ντο πάασαν να γκο̈μντΰσουν ντο, τράν'σαν κι το κ͑ι̂τσ̑ί τ' έν' ένα κεμίκ'
(Όταν την πήγαν να την θάψουν, είδαν ότι υπήρχε ένα κόκκαλο στο πόδι της)
Ουλαγ.
-Dawk.
Συνών.
παραχώνω, πουχώνω