γκουμουσώνα
(επίθ.)
γκουμουσ̑ώνα
[gumuˈʃona]
Φάρασ.
γκουμουσώνα
[gumuˈsona]
Φάρασ.
κουμουσ̑ώνα
[kumuˈʃona]
Φάρασ.
Από το ουσ. γκουμούσι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Ασημένιος
:
Δέβασα ντα γκουμουσ̑ώνα βροσ̑άλε
(Της έβαλα ασημένια βραχιόλια)
Φάρασ.
-Dawk.
Έβκη αν κουμουσ̑ώνα σταυρός
(Βγήκε (για περιφορά στην εκκλησία) ένας ασημένιος σταυρός)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Χρουσά τζαι κουμουσ̑ώνα παράδα̈
(Χρυσά και ασημένια νομίσματα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
ασημιώνας