ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκουμουσώνα (επίθ.) γκουμουσ̑ώνα [gumuˈʃona] Φάρασ. γκουμουσώνα [gumuˈsona] Φάρασ. κουμουσ̑ώνα [kumuˈʃona] Φάρασ. Από το ουσ. γκουμούσι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Ασημένιος : Δέβασα ντα γκουμουσ̑ώνα βροσ̑άλε (Της έβαλα ασημένια βραχιόλια) Φάρασ. -Dawk. Έβκη αν κουμουσ̑ώνα σταυρός (Βγήκε (για περιφορά στην εκκλησία) ένας ασημένιος σταυρός) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Χρουσά τζαι κουμουσ̑ώνα παράδα̈ (Χρυσά και ασημένια νομίσματα) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. ασημιώνας