ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκουναχκέρ (ουσ.) γκουναχκέρ [gunaˈxcer] Ουλαγ. κουναχκιάρ [kunaxˈcar] Αραβ. κουναχκέρ [kunaxˈcer] Φάρασ. κουναχκ̇έρ [kunaxˈker] Φάρασ. κουναχκ̇έρ’τ͑σα [kunaxˈkertʰsa] Φάρασ. κουναχκ̇α̈́ρ [kunaxˈkær] Αφσάρ. γκιουλαχτσ̑άρ [ɟulaxˈtʃar] Μισθ. Ουδ. κουναχκ̇έρι [kunaxˈkeri] Φάρασ. κουναχκ̇α̈́ρ’τ͑σα [kunaxˈkærtʰsa] Αφσάρ. κουναχκ̇α̈́ρι [kunaxˈkæri] Αφσάρ. Απο το τουρκ. ουσ. günahkâr = αμαρτωλός.
Αμαρτωλός ό.π.τ. : Το ντοβά του κουναχκιάρ (Η προσευχή του αμαρτωλού) Αραβ. -Νίγδελ.Λ. Συνών. κριμάτης, μαύρος :2