γκουναχκέρ
(ουσ.)
γκουναχκέρ
[gunaˈxcer]
Ουλαγ.
κουναχκιάρ
[kunaxˈcar]
Αραβ.
κουναχκέρ
[kunaxˈcer]
Φάρασ.
κουναχκ̇έρ
[kunaxˈker]
Φάρασ.
κουναχκ̇έρ’τ͑σα
[kunaxˈkertʰsa]
Φάρασ.
κουναχκ̇α̈́ρ
[kunaxˈkær]
Αφσάρ.
γκιουλαχτσ̑άρ
[ɟulaxˈtʃar]
Μισθ.
Ουδ.
κουναχκ̇έρι
[kunaxˈkeri]
Φάρασ.
κουναχκ̇α̈́ρ’τ͑σα
[kunaxˈkærtʰsa]
Αφσάρ.
κουναχκ̇α̈́ρι
[kunaxˈkæri]
Αφσάρ.
Απο το τουρκ. ουσ. günahkâr = αμαρτωλός.