ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκοβισλίκα (ουσ. θηλ.) γκοβισλίκα [goviˈslika] Αξ. γκöξϋλούκα [gøksyˈluka] Μισθ. Από το τουρκ. ους. göğüslük = α) ποδιά μαθητή β) στηθούρι, ποδιά ή πουκάμισο που φορούν πάνω από το ρούχο για να μην λερωθεί.
Στηθούρι, ποδιά ή πουκάμισο που φορούν πάνω από το φόρεμα ό.π.τ. Συνών. ετέκι :1, ιγκλίκι, πεσταμπάλι :2, ποδιά