γκοβισλίκα
(ουσ. θηλ.)
γκοβισλίκα
[goviˈslika]
Αξ.
γκöξϋλούκα
[gøksyˈluka]
Μισθ.
Από το τουρκ. ους. göğüslük = α) ποδιά μαθητή β) στηθούρι, ποδιά ή πουκάμισο που φορούν πάνω από το ρούχο για να μην λερωθεί.
Στηθούρι, ποδιά ή πουκάμισο που φορούν πάνω από το φόρεμα
ό.π.τ.
Συνών.
ετέκι :1, ιγκλίκι, πεσταμπάλι :2, ποδιά