ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ετέκι (ουσ. ουδ.) ετέκι [eˈteci] Φλογ. Πληθ. ετέκια [eˈteca] Μαλακ., Σινασσ., Φλογ. ετεgιά [eteˈɟa] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. etek= φούστα.
1. Ποδιά ό.π.τ. : Ετό σο ετέκι τ' τα είχεν τα κουτσούδια, κονών' τα σο θύρα ομbρό (Αυτός αδειάζει τα πετραδάκια που είχε στην ποδιά του μπροστά στην πόρτα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Τα παιδιά γιομώσανε τα ετεgιά τ'νε στάχτ’ (Τα παιδιά γέμισαν τις ποδιές τους με στάχτη) Φλογ. -Dawk. Συνών. ιγκλίκι, ντιζλίκα, μπροστέλα :1, πεσκίρι :2, ποδιά
2. Πρόποδες Μαλακ., Σινασσ., Φλογ.