εσκιλεντίζω
(ρ.)
Αόρ.
εσ̑κιλένσιν
[eʃciˈlensin]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. ekşilenmek = ξινίζω, γίνομαι ξινός. Για την μετάθ. του [k] πβ. ekşimek = ξινίζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. eşkimek.
Τροποποιήθηκε: 12/08/2025